λυμάντωρ

λυμάντωρ
λυμάντωρ, -ορος, ὁ (Α) [λυμαίνω]
λυμαντήρ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυμάντορας — λυμάντωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμάντορες — λυμάντωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”